- ιδιαίτατος
- -η, -ο (Α ἰδιαίτατος, -άτη, -ον)ο εντελώς ξεχωριστός, ο ολωσδιόλου εξαίρετος («ὁ δ' ἐλέφας ἰδιαίτατον ἔχει τοῡτο τὸ μόριον τῶν ἄλλων ζῷων», Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ίδιος + κατάλ. υπερθ. βαθμού -αιτατος (αντί -οτατος / -ωτατος), πρβλ. ησυχ-αίτατος, παλ-αίτατος].
Dictionary of Greek. 2013.